φαινέλαιο(ν)
Смотреть что такое "φαινέλαιο(ν)" в других словарях:
φαινέλαιο — το, Ν χημ. η φαινόλη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + έλαιο. Η λ., στον λόγιο τ. φαινέλαιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φαινόλη — η (χημ.), αρκετά δηλητηριώδες συστατικό του βαρίου λαδιού της λιθανθρακόπισσας, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό και είναι χρήσιμο στην κατασκευή διάφορων χρωστικών, πλαστικών υλών και φαρμάκων, φαινέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)