φαινέλαιο(ν)

φαινέλαιο(ν)
το см. φαινόλη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαινέλαιο(ν)" в других словарях:

  • φαινέλαιο — το, Ν χημ. η φαινόλη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + έλαιο. Η λ., στον λόγιο τ. φαινέλαιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • φαινόλη — η (χημ.), αρκετά δηλητηριώδες συστατικό του βαρίου λαδιού της λιθανθρακόπισσας, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό και είναι χρήσιμο στην κατασκευή διάφορων χρωστικών, πλαστικών υλών και φαρμάκων, φαινέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»